Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί δεν θα επαναστατήσω: Η σκλαβιά ως "επιλογή".

Νόμιζα ότι ήμουνα φτωχός αλλά όχι, ήμουν απλά "μη προνομιούχος"
Για χρόνια στην ανεργία έμαθα τελικά ότι ήταν "ημιαπασχοληση"
Πίστευα στα δικαιώματα μου μέχρι που ανακάλυψα ότι ήταν "κεκτημένα"
Θύμωνα με τους πλούσιους αλλά κακώς γιατί ήταν μόνο "επενδυτές"
Με ενοχλούσαν οι απολύσεις αλλά δεν θα πρεπε αφού ήταν "μη εθελοντικές αποχωρήσεις"
Διεθνείς κερδοσκόποι με βίαζαν αλλά αλλοίμονο αν δεν καθησύχαζα και τις "αγορές"
Πολιτικοί κατέστρεφαν τη ζωή μου αλλά έτσι είναι οι "μεταρρυθμιστές"
Τοκογλύφοι με εξαθλίωναν αλλά ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς "εταίρους δανειστές";
Δοτοί πρωθυπουργοί με κηδεμόνευαν μα ήταν  "τεχνοκράτες" όχι χουντικοί
Γκεμπελική προπαγάνδα με αποβλάκωνε αλλά αυτά έχει η "έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση"
Αντίθετος στη μείωση μισθών μέχρι που μου εξήγησαν ότι πρόκειται για "αύξηση της ανταγωνιστικότητας"
Κι αν έπεφτε το επίπεδο της ζωής μου αυτά έχουν οι "διαρθρωτικές αλλαγές"
Δεν ήταν τελικά οι καταστροφές "αναγκαίες για όλους προσαρμογές";;;


Είναι αλήθεια ότι ζοριζόμουν
Με εξόργιζε η απαίτηση για υποταγή
Μέχρι που κατάλαβα ότι ήθελαν απλά να δείξω.... "λίγη υπευθυνότητα".


Άλλωστε τι είναι  και η σκλαβιά, μια  "επιλογή....πατριωτική"!


(Τελειώνοντας το παραπάνω κείμενο μου ήρθε τελείως συνειρμικά στο μυαλό το σοφο βιβλίο του Εριχ Φρομ "Ο φοβος μπροστα στην ελευθερια" που γραμμένο στη δεκαετία του 30 περιγράφει με όρους κοινωνικούς και ψυχολογικούς την παραίτηση του σύγχρονου ανθρώπου υπερ εθνοσωτήρων, δικτατορων και δοτών ηγετων, όταν πειστεί ή βιώσει την ελευθερία του ως δυσβάσταχτο βάρος και ευθύνη.
Για δες λοιπόν που εκτός από την οικονομική κρίση τελικά κι αλλα στοιχεία μας παραπεμπουν στην δεκαετία του 30.
Εύχομαι όχι με τη γνωστή κατάληξη!)-NB.





Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

"Ο επιστάτης των εθνικών οικοδομών" του Αλέξανδρου Σούτσου......ο εθνικός ύμνος των "νταβατζήδων" απο την εποχή του Καποδίστρια!


(Tο σατιρικό ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου τοποθετείται χρονικά, όπως σημειώνεται στον τίτλο της πρώτης έκδοσης, το Μάιο του 1831 και φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο η ρομαντική ποίηση παρεμβαίνει στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα της εποχής της.)

Φοίνικες* και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει* καλά.

Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια* θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Η αυτού Πανεξοχότης* μ’ αγκαλιάζει κάθε μέρα.
Μα ρημάζω* το Ταμείον; Αλλού βλέπει, βρέχει πέρα,
φθάνει μόνον, πουρνό* βράδυ, να τον λέγω εις τ’ αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι·
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
Τότε, γρόσια μιλιούνια* τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ’ απ’ εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Κριματίζει* όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα·*
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ’ αγαπώ απ’ όλα πρώτα·
και πολλές φορές λαχαίνει στ’ όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ’ το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.


Με κολνούνε* οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν·
μ’ όλες μου τες άσπρες τρίχες
πως μ’ ορέγουνται* με δείχνουν·
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ.
*Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.

Δέσποινα

Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 4, Δωδώνη.
* πουρνό: πρωί * μιλιούνια: εκατομμύρια
* κριματίζει: αμαρτάνει * τα φώτα: γνώσεις, παιδεία
* με κολνούνε: μου κολλούν, με φλερτάρουν
* μ’ ορέγουνται: με θέλουν * αγρικώ: ακούω
* φοίνικες: νομίσματα του Kαποδίστρια
* πάγει: πηγαίνει, πάει * γρόσια: τουρκικά νομίσματα
* H αυτού Πανεξοχότης: ο Kαποδίστριας
* ρημάζω: ληστεύω